- κλύσῃ
- κλύσηι , κλύσιςdrenchingfem dat sg (epic)κλύζωwashaor subj mid 2nd sgκλύζωwashaor subj act 3rd sgκλύζωwashfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλύση — η (AM κλύσις) [κλύζω] έγχυση υγρού ή πλύση με κλυστήρα … Dictionary of Greek
υποδερμόκλυση — η, Ν ιατρ. υποδόρια έγχυση διαλύματος ισότονου προς τον ορό τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypodermoclyse (< υπ(ο) * + δέρμα + κλύση)] … Dictionary of Greek
φλεβόκλυση — η, Ν ιατρ. ενδοφλέβια έγχυση μεγάλης ποσότητας υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phleboclysis (< φλέβα + κλύση)] … Dictionary of Greek